Κάποιος ευσεβής χριστιανός έδωσε στον Όσιο Αλύπιο τον Εικονογράφο παραγγελία να ζωγραφίσει την εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Την είχε τάξει στην Παναγία νια την πανήγυρη της, στις 15 Αυγούστου και παρακάλεσε να είναι έτοιμη εγκαίρως.
Αλλά σε λίγες ήμερες ο θεοφιλής Αλύπιος αρρώστησε βαριά. Η κοίμησή του πλησίαζε. Έτσι ήταν αδύνατο να εκπληρώσει την παραγγελία.
Ο χριστιανός εκείνος έπεσε σε μεγάλη θλίψη. Ήρθε στον άγιο, που βρισκόταν στην κλίνη σε κακή κατάσταση και τον παρακαλούσε να βρει μια λύση ώστε να είναι έτοιμη η εικόνα στην εορτή της Κοιμήσεως.
«Μη θλίβεσαι, παιδί μου», αποκρίθηκε με σβησμένη φωνή ο όσιος. «Έχε εμπιστοσύνη στο Θεό και στο άγιο θέλημά Του. Η εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου θα βρίσκεται στη θέση της την Ημέρα της εορτής».
Παρηγορημένος ο χριστιανός από τα λόγια του αγίου, επέστρεψε στο σπίτι του χαρούμενος.
Ωστόσο, όταν ήρθε την παραμονή της εορτής για να πάρει την εικόνα, διαπίστωσε πως δεν ήταν έτοιμη, ενώ ο μακάριος Αλύπιος είχε βαρύνει περισσότερο.
Δυσαρεστημένος τότε έλεγε: «Γιατί, παπα-Αλύπιε, δεν με ειδοποίησες για την κατάσταση της υγείας σου; Θα έβρισκα άλλον αγιογράφο να μου φτιάξη την εικόνα. Έχω υποσχεθεί να την πάω στην εκκλησία αύριο. Τι θα κάνω τώρα; Με ντρόπιασες! Δεν το περίμενα αυτό από σένα»!
«Τέκνο μου», αποκρίθηκε με πραότητα ο όσιος, «μήπως από ραθυμία δεν ετοίμασα την εικόνα σου;… Να ξέρης πως ο Κύριος μπορεί μόνο μ’ ένα Του λόγο να ζωγραφίσει την εικόνα της Μητέρας Του. Εγώ βέβαια ήδη αναχωρώ απ’ αυτό τον κόσμο, όπως μου φανέρωσε ο Θεός. Εσένα όμως δεν θα σ’ αφήσω λυπημένο».
Παρά τη διαβεβαίωση του αγίου όμως, ο χριστιανός έφυγε συγχυσμένος.
Αλλά να! Σε λίγο μπήκε μέσα στο κελί ένας ολόλαμπρος, φωτεινός νέος. Στάθηκε μπροστά στο καβαλέτο κι άρχισε να ζωγραφίζει την εικόνα της Κοιμήσεως σιωπηλός. Ο όσιος τον παρατήρησε προσεκτικά. Πρώτα άπλωσε στην εικόνα το χρυσό. Έπειτα έπιασε να δουλεύει τα χρώματα με απίστευτη ταχύτητα. Σε τρεις ώρες είχε κι όλας τελειώσει!
Στράφηκε τότε στον κατάκοιτο όσιο και του είπε:«Πάτερ! Της λείπει τίποτα; Έσφαλα σε κάτι»;
Πολύ καλή την έκανες, άγγελε του Θεού, απάντησε εκείνος.
Ο Θεός σε βοήθησε να την κάνεις υπέροχη.
Μετά απ’ αυτό ο θεόσταλτος «ζωγράφος» πήρε στα χέρια του την εικόνα κι έγινε άφαντος.
Στο μεταξύ ο χριστιανός που την είχε παραγγείλει δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη νύχτα από τη μεγάλη του λύπη.
Ξημέρωνε η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Η πανήγυρη, Αλίμονο, θα γινόταν χωρίς την εικόνα της!
Το πρωί σηκώθηκε με βαρεία καρδιά και κίνησε για την εκκλησία.
Δεν είχε ξημερώσει ακόμη καλά-καλά.
Ήταν ο πρώτος που έφτασε στο ναό, θα μπορούσε ανενόχλητος να κλάψει εκεί για το σφάλμα του.
Μόλις όμως μπήκε μέσα, τι να δει;
Η εικόνα, πανέμορφη κι αστραφτερή, ήταν τοποθετημένη στο προσκυνητάρι της!
«Κύριε ελέησον»! φώναξε, κι έπεσε κάτω, πιστεύοντας ότι βλέπει όραμα. Όσο περνούσε η ώρα όμως, άρχισε να πείθεται ότι η εικόνα ήταν πραγματική.
«Εν φόβω και εν τρόμω» θυμήθηκε τη διαβεβαίωση του οσίου Αλύπιου, ότι η εικόνα θα είναι έτοιμη στην εορτή της Παναγίας.
Γεμάτος δέος σηκώθηκε και γύρισε στο σπίτι του για να ειδοποιήσει τους δικούς του. Κι έτρεξαν όλοι με χαρά μεγάλη στην εκκλησία, κρατώντας κεριά και θυμιάματα.
Αντίκρισαν την εικόνα να λάμπει σαν τον ήλιο. Τόσο πολύ, που δεν μπορούσαν να την κοιτάξουν κατά πρόσωπο. Έπεσαν στη γη και την προσκύνησαν τρέμοντας από συγκίνηση.
Μετά την εορτή ο ευσεβής εκείνος χριστιανός ήρθε στον ηγούμενο της μονής των Σπηλαίων και του διηγήθηκε το θαύμα. Πήγαν μαζί στον αξιομακάριστο Αλύπιο.
Ο ηγούμενος τον ρώτησε: «Πάτερ Αλύπιε, πως και από ποιόν ζωγραφίστηκε η εικόνα αυτού του ανθρώπου»;
Εκείνος τότε τους διηγήθηκε όλα όσα έγιναν.
«Άγγελος Θεού την έφτιαξε», είπε. «Αυτός την πήγε και στην εκκλησία. Και να! Ο ίδιος άγγελος στέκεται τώρα εδώ, δίπλα μου, περιμένοντας εντολή από τον Κύριο για να πάρει την ψυχή μου. Τον βλέπετε; Ευλογητός ο Θεός»!
Και με τα λόγια αυτά ο όσιος, παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.