Εορτάζει σήμερα ο Ιερός Ναός της Παναγούδας (γενέσιου της Θεοτόκου) ή αλλιώς της Παναγίας Γοργοϋπηκόου, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Ο ιστορικός αυτός Ιερός Ναός ο οποίος βρίσκεται κρυμμένος ανάμεσα στις πολυκατοικίες, είναι ένας από τους πιο ιστορικότερους Ιερούς Ναούς της Θεσσαλονίκη.
Παρακάτω μπορείτε να δείτε το λατρευτικό πρόγραμμα της Ιεράς Πανηγύρεως καθώς και την ιστορία του Ιερού Ναού, όπως αυτή έχει τεκμηριωθεί από ιστορικές πηγές…
Η ιστορία του Ιερού Ναού Παναγούδας,
τεκμηριωμένη από ιστορικές πηγές:
«Παναγούδα» σημαίνει «μικρή Παναγία», έτσι αποκαλούσε και αποκαλεί ο λαός μας
τον αφιερωμένο στο Γενέσιο της Θεοτόκου ιερό ναό.
Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στη συμβολή των οδών Εγνατίας και Παλαιών Πατρών
Γερμανού, νοτιοδυτικά από τον βυζαντινό ναΐσκο της Μεταμόρφωσης του Χριστού
βρίσκεται ο ναός του Γενεσίου της Θεοτόκου, περισσότερο γνωστός στους
Θεσσαλονικείς ως ναός της Παναγούδας ή Παναγίας Γοργοϋπηκόου.
Από τον 12ο μέχρι τον 14ο αιώνα ο ναός της Παναγούδας αναφέρεται ως το
καθολικό ανδρικού και αργότερα γυναικείου μοναστηριού με την επωνυμία
«Βασιλικόν», η οποία ενδέχεται να υποδηλώνει σταυροπηγιακή σχέση η ίδρυση από
μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας.
Η μονή θα πρέπει να ήταν κοσμημένη με
εξαιρετικής τέχνης εικόνες, εκκλησιαστικά σκεύη και βιβλία, χαρακτηριστικό της
Παλαιολόγειας εποχής που δίνει έμφαση στην λεπτολόγο φιλοτέχνηση
αριστουργημάτων.
Μόνο διασωθέν κειμήλιο από το ναό εκείνης της εποχής είναι
ένας χρυσοκέντητος μεταξωτός επιτάφιος του 1300 περίπου, που πιθανότατα
προέρχεται από εργαστήριο της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό και
μοναδικό συγχρόνως έργο τέχνης, γνωστό σήμερα ως «ο Επιτάφιος της
Θεσσαλονίκης».
Απεικονίζει στο κέντρο τον Χριστό νεκρό περιτριγυρισμένο από
αγγέλους. Δεξιά και αριστερά παριστάνεται η μετάδοση των Τιμίων Δώρων από τον
Χριστό στους Αγίους Αποστόλους. Σήμερα φυλάσσεται στο Μουσείο Βυζαντινού
Πολιτισμού Θεσσαλονίκης.
Η μονή είχε οργανωθεί πλήρως κτιριακά, με το καθολικό, μεγάλο αύλειο χώρο
δυτικά του ναού, που εκτείνονταν μέχρι την σημερινή οδό Πατριάρχου Ιωακείμ,
βοηθητικά κτίρια, και ναΐσκους ως παρεκκλήσια.
Το 1430 η Θεσσαλονίκη αλώθηκε από τον Μουράτ Β ́, ο οποίος αμέσως μετέτρεψε
σε τζαμί τον ναό της Αχειροποιήτου και σταδιακά την Αγία Σοφία, τον Άγιο
Δημήτριο, τον Προφήτη Ηλία, την Αγία Αικατερίνη, τους Δώδεκα Αποστόλους, τους
Ταξιάρχες, τον Άγιο Γεώργιο-Ροτόντα και την Μονή της Περιβλέπτου, δηλαδή τον
σημερινό Άγιο Παντελεήμονα στην οδό Ιασωνίδου.
Σώθηκαν όσοι ναοί ήταν αγιορείτικα μετόχια, σταυροπήγια, ή μονές της πόλης.
Σώθηκε λοιπόν η Παναγούδα, ο Άγιος Αθανάσιος ως μετόχι της Μεγίστης Λαύρας
του Αγίου Όρους, η Υπαπαντή με τον Άγιο Υπάτιο (Παναγία Δεξιά) ως μετόχι της
σταυροπηγιακής Μονής της Αγίας Αναστασίας στα σημερινά Βασιλικά λίγο έξω από
τη Θεσσαλονίκη, η Μεγάλη (Νέα) Παναγία ως ιεροσολυμιτικό μετόχι, ο Άγιος
Νικόλαος ο Ορφανός, η Λαγουδιανή (Λαοδηγήτρια), ο Άγιος Αντώνιος, οι Άγιοι
Κωνσταντίνος και Ελένη, και πλήθος βυζαντινών και μεταβυζαντινών ναΐσκων και
παρεκκλησίων.
Αυτοί όλοι οι ναοί σχημάτιζαν μια αλυσίδα που περιέζωνε
προστατευτικά την Ελληνική Κοινότητα. Η εκκλησιαστική και μοναστηριακή
ιδιοκτησία απέβει σπουδαιότατος συντελεστής του κοινωνικού και οικονομικού βίου των Ελλήνων κατά την τουρκοκρατία
Επόμενο ήταν να σημειωθούν αλλαγές στην Παναγούδα.
Κατ ́αρχήν, εκτός από το
Άγιο Όρος η χρήση καμπάνας απαγορεύθηκε από τους Τούρκους.
Επιτρέπονταν
μόνο ξύλινα σήμαντρα (τάλαντα). Αυτό κράτησε περίπου τρεις αιώνες.
Μετά σιγά
σιγά και υπό τον φόβο καταγγελιών έγινε ανεκτή η χρήση των «κωδώνων».
Στην
Παναγούδα για καμπάνα και καμπαναριό πρώτη φορά γίνεται γραπτός λόγος το
1863. Το σημερινό κωδωνοστάσιο στην αυλή βορειοδυτικά του ναού κτίστηκε στις
αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Προηγουμένως η καμπάνα ήταν αναρτημένη σε πρόχειρο κωδωνοστάσιο νοτιοανατολικά του ναού.
Κατά το 1570, όπως είπαμε παραπάνω, η Μονή της Περιβλέπτου έγινε τζαμί. Τα
ιερά σκεύη του ναού της μεταφέρθηκαν στο παρεκκκλήσιο του Αγίου
Παντελεήμονος εντός του ναού της Παναγούδας. Εκεί φυλάχθηκαν για 350 περίπου
χρόνια και αποδόθηκαν πίσω μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912
και μετά από στοιχειώδεις επισκευές γιατί οι Τούρκοι είχαν αφήσει το τζαμί να
ερειπωθεί.
Τότε ο ναός μετονομάσθηκε από Παναγία Περίβλεπτος σε Άγιο
Παντελεήμονα.
Εικόνα της Παναγίας Περιβλέπτου φυλάσσεται στο σκευοφυλάκιο της Παναγούδας.
Γύρω από την Παναγούδα, συγκεντρώθηκε η αριστοκρατία των Ελλήνων Χριστιανών
της πόλης.
Η ιστορία του ναού συνυφαίνεται με την ιστορία της Θεσσαλονίκης.
Μέλη εύπορων οικογενειών χρημάτισαν διαχρονικά επίτροποι του ναού με μεγάλη
προσφορά.
Όλοι αυτοί υπέγραφαν τα έγγραφα για το καλό της Παναγούδας, ώστε
να διατηρηθεί το ελληνικό ποίμνιό της αλώβητο και για να σωθεί το Γένος.
Κατά την
τουρκοκρατία επικράτησε στην Εκκλησία ο θεσμός των επιτρόπων. Έτσι και στην
Παναγούδα τη διαχείριση και εποπτεία της ενορίας είχε διακεκριμένη ομάδα
ενοριτών υπό την προεδρία του μητροπολίτου της πόλης. Οι ιερείς, οι διάκονοι και
το λοιπό προσωπικό του ναού προσλαμβάνονταν και εξαρτώνταν άμεσα από τους επιτρόπους.Οι κώδικες του ναού διασώζουν τις υπογραφές και την δράση των επιτρόπων από το
1752 ως το 1898, οπότε καταργήθηκε η ανεξάρτητη επιτροπεία των ναών της πόλης
και οι ενορίες υπήχθησαν στον μητροπολίτη, όπως συμβαίνει και σήμερα.
Οι επίτροποι της Παναγούδας ήταν πρόσωπα ικανά, με μακρά διακονία στην
Εκκλησία, κύρος μπροστά στην εξουσία, και προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες
προς την ενορία και την Ελληνική Κοινότητα. Γι ́αυτό όλοι, μητροπολίτης, ενορίτες,
σύμπασα η Κοινότητα, τους είχαν εμπιστοσύνη και στα πρακτικά του ετήσιου
απολογισμού μόνον ευχαριστίες εξέφραζαν προς αυτούς και ευχές να τους ενισχύει
η Παναγία στο έργο τους.
Προ του 1817 οι επίτροποι είχαν ασχοληθεί με την ανέγερση οικοδομής, τα
«παπαδικά», όπου σε οντάδες (δωμάτια) θα έμεναν οι ιερείς, αλλά και ιδιώτες
ενοικιαστές. Όμως την 1η Μαρτίου του 1817, ημέρα Τετάρτη και κατά τις 5 το πρωί,
συνέβη η πυρκαγιά που κατέστρεψε τον ναό και ο,τι αυτός περιείχε. Γείτονα κτίρια
δεν εθίγησαν. Ο κειμηλιακός πλούτος του ναού αφανίσθηκε εκτός του «Επιταφίου
της Θεσσαλονίκης» που λόγω της αξίας του φυλάσσονταν προφανώς στην οικία
κάποιου επιτρόπου. Αφού καθαρίσθηκε και προετοιμάσθηκε το οικόπεδο, ο νέος
ναός ανοικοδομήθηκε στον ίδιο χώρο αλλά κατά τι φαρδύτερος και προς τον
νάρθηκα μακρύτερος παρά την ρητή διαταγή των τουρκικών αρχών περί μη
επεκτάσεως. Αυτό επετεύχθη χάρη στη ανύστακτη μέριμνα του ισχυρότερου τότε
Θεσσαλονικέως, του Ιωάννη Καυταντζόγλου, του εξίσου ισχυρού Χριστόδουλου
Μπαλάνου, του επιτρόπου του ναού Νικολάου Ρογκότη και του μητροπολίτου
Ιωσήφ. Παρόλο που όλοι έδωσαν τον οβολό τους, χρειάστηκε να συναφθεί και δάνειο
από τα ταμεία της ελληνικής Κοινότητας, το οποίο επί χρόνια αποπληρώνονταν
συνετά και τακτικά. Τα εγκαίνια του νέου ναού τελέσθηκαν τον Οκτώβριο του 1818,
όπως μαρτυρεί και η ανάγλυφη πλάκα που εντοιχίσθηκε πάνω από την είσοδο: «†
1818 Οκτωβρίου 2».
Οι κώδικες του ναού διασώζουν τις υπογραφές και την δράση των επιτρόπων από το
1752 ως το 1898, οπότε καταργήθηκε η ανεξάρτητη επιτροπεία των ναών της πόλης
και οι ενορίες υπήχθησαν στον μητροπολίτη, όπως συμβαίνει και σήμερα.
Οι επίτροποι της Παναγούδας ήταν πρόσωπα ικανά, με μακρά διακονία στην
Εκκλησία, κύρος μπροστά στην εξουσία, και προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες
προς την ενορία και την Ελληνική Κοινότητα. Γι ́αυτό όλοι, μητροπολίτης, ενορίτες,
σύμπασα η Κοινότητα, τους είχαν εμπιστοσύνη και στα πρακτικά του ετήσιου
απολογισμού μόνον ευχαριστίες εξέφραζαν προς αυτούς και ευχές να τους ενισχύει
η Παναγία στο έργο τους.
Προ του 1817 οι επίτροποι είχαν ασχοληθεί με την ανέγερση οικοδομής, τα
«παπαδικά», όπου σε οντάδες (δωμάτια) θα έμεναν οι ιερείς, αλλά και ιδιώτες
ενοικιαστές. Όμως την 1η Μαρτίου του 1817, ημέρα Τετάρτη και κατά τις 5 το πρωί,
συνέβη η πυρκαγιά που κατέστρεψε τον ναό και ο,τι αυτός περιείχε. Γείτονα κτίρια
δεν εθίγησαν. Ο κειμηλιακός πλούτος του ναού αφανίσθηκε εκτός του «Επιταφίου
της Θεσσαλονίκης» που λόγω της αξίας του φυλάσσονταν προφανώς στην οικία
κάποιου επιτρόπου. Αφού καθαρίσθηκε και προετοιμάσθηκε το οικόπεδο, ο νέος
ναός ανοικοδομήθηκε στον ίδιο χώρο αλλά κατά τι φαρδύτερος και προς τον
νάρθηκα μακρύτερος παρά την ρητή διαταγή των τουρκικών αρχών περί μη
επεκτάσεως. Αυτό επετεύχθη χάρη στη ανύστακτη μέριμνα του ισχυρότερου τότε
Θεσσαλονικέως, του Ιωάννη Καυταντζόγλου, του εξίσου ισχυρού Χριστόδουλου
Μπαλάνου, του επιτρόπου του ναού Νικολάου Ρογκότη και του μητροπολίτου
Ιωσήφ. Παρόλο που όλοι έδωσαν τον οβολό τους, χρειάστηκε να συναφθεί και δάνειο
από τα ταμεία της ελληνικής Κοινότητας, το οποίο επί χρόνια αποπληρώνονταν
συνετά και τακτικά. Τα εγκαίνια του νέου ναού τελέσθηκαν τον Οκτώβριο του 1818,
όπως μαρτυρεί και η ανάγλυφη πλάκα που εντοιχίσθηκε πάνω από την είσοδο: «†
1818 Οκτωβρίου 2».
Αρχιτεκτονικά ο ναός της Παναγούδας ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης
βασιλικής με γυναικωνίτη.
Για τους τοίχους χρησιμοποιήθηκαν μέλη από παλαιότερα οικοδομήματα, ενώ για την στέγη παλιά ξυλεία.
Ένδεκα χρόνια
αργότερα, το 1829, ζητήθηκε άδεια από τις τουρκικές αρχές να ληφθεί ποσότητα
ξυλείας προς επιδιόρθωση του ναού.
Το θέμα της φθοράς των ξύλινων μελών του
ναού απέβη διαχρονικό. Προς δόξαν Θεού, ο μακαριστός μεγάλος ευεργέτης
Στυλιανός Χατζηελευθερίου (†2014) ανακαίνισε με δικές του δαπάνες όλο το ναό το 2001.
Οι εικόνες του τέμπλου παραγγέλθηκαν άμεσα και τοποθετήθηκαν το 1820.
Οι
μορφές, τα χρώματα και γενικά η τεχνοτροπία είναι της λεγόμενης δυτικής,
αναγεννησιακής και ρωσικής τεχνοτροπίας, με αρκετά ευτραφή, θαλερά, εύχροα
πρόσωπα και στιλπνή παρουσίαση. Οι εικόνες είναι εκφραστικές και κάθε μία έχει
την ιδιαιτερότητά της.
Την προσπάθεια εξωραϊσμού του ναού ανέκοψε η επανάσταση του 1821. Ως
αντίποινα σημειώθηκαν σφαγές και λεηλασίες εις βάρος των Χριστιανών και
επιβλήθηκε ατμόσφαιρα τρόμου και παρακολούθησης.
Οι ενορίτες, κλεισμένοι επί πολλούς μήνες στα σπίτια τους, δεν τολμούσαν ούτε
στην εκκλησία να πάνε. Αυτή η κατάσταση κράτησε περίπου ενάμιση χρόνο και
μετά σιγά σιγά ομαλοποιήθηκε. Η Παναγούδα θρηνούσε δύο απώλειες τουλάχιστον:
ο Χριστόδουλος Μπαλάνος, προύχοντας ενορίτης, απαγχονίσθηκε και ο δραστήριος
επίτροπος και μεγάλος ευεργέτης του ναού Νικόλαος Ρογκότης διέφυγε και έκτοτε
δεν μπόρεσε ή δε θέλησε να επιστρέψει.
Άγνωστο πότε, αλλά μεταξύ των ετών 1821-31, εμφανίσθηκε στην θάλασσα στα
ανοιχτά του Λευκού Πύργου να πλέει μια μεγάλη εικόνα. Όταν η παρουσία της
έγινε με θαυματουργικό τρόπο αντιληπτή, περισυνελλέγει με ευλάβεια από το
ιερατείο και τον ευσεβή λαό και τοποθετήθηκε αρχικά σε μικρό παρεκκλήσιο της
παραλίας, ενώ αργότερα μεταφέρθηκε στην Παναγούδα. Η εικόνα χρονολογείται
στον 16ο αιώνα και φέρει θαυμάσια ασημένια επένδυση. Η μορφή της Παναγίας,
με τα μεγάλα και εκφραστικά μάτια της, το πράο και απαθές βλέμμα της και την
μητρική στάση της, μαγνητίζει και κατανύσσει τον προσκυνητή. Η εικόνα
σχετίσθηκε με την περιλάλητη θαυματουργό εικόνα της Μονής Δοχειαρίου του
Αγίου Όρους, την Γοργοϋπήκοο.
Από το 1830 η πολιτική και κοινωνική τάξη της πόλης ομαλοποιείται και η ενορία
ξαναβρίσκει τον ρυθμό της. Κατοικίες έχουν περικυκλώσει τον ναό τόσο ασφυκτικά,
που μερικές κοντεύουν να πέσουν πάνω της. Προς διεύρυνση του αυλόγυρου οι
επίτροποι αγόρασαν ετοιμόρροπες κατοικίες, καθώς και ένα κονάκι της Μονής
Αγίου Παύλου του Αγίου Όρους που δε χρησιμοποιούνταν, τις κατεδάφισαν και
διαμόρφωσαν αύλειο χώρο και κήπο («μπαχτσέ») γύρω από τον ναό, όπου με την
καλλιέργεια κηπευτικών και την εκτροφή μεταξοσκωλήκων στόχευαν στην ενίσχυση
των εσόδων του ναού.
Γύρω στο 1850 σημειώνεται αισθητή άνοδος του ναού. Επίτροπος είναι ένα πολύ
σημαντικό πρόσωπο, ο Στέργιος Γεωργίου, ο οποίος προβαίνει στον εσωτερικό
εξωραϊσμό του ναού. Τότε παραγγέλνονται και περίπου 70 εικόνες εξαιρετικής
αγιογράφησης που σήμερα αποτελούν τον κύριο κειμηλιακό πλούτο του ναού.
Τα έσοδα του ναού επιτρέπουν πολυπρόσωπη στελέχωση: Τρεις ιερείς, ένας
ιεροδιάκονος, ένας ιεροκήρυκας, δύο ψάλτες, ο κανδηλανάπτης, η εκκλησάρισσα
και ο πορτάρης.
Τα έσοδα του ναού προέρχονται από τα κεριά, τους δίσκους, τις πανηγύρεις, τα
ενοίκια, τον κήπο, τις δωρεές, και φυσικά από τις ιεροπραξίες, τέλεση μυστηρίων,
σαρανταλείτουργα, ιδιωτικές θείες λειτουργίες και αγρυπνίες, αρτοκλασίες,
μνημόσυνα κ.λ.π.
Δύο πηγές εσόδων σήμερα δεν υφίστανται. Η μία είναι η πώληση
στασιδιών σε εύπορους ενορίτες. Η άλλη ονομάζεται «παρρησία» και είναι η
μνημόνευση φωναχτά («παρρησία») του ονόματος του ενορίτη από τον ιερέα κατά
την Μεγάλη Είσοδο της Θ. Λειτουργίας στο σημείο της μεγάλης δέησης υπέρ ζώντων
και κεκοιμημένων.
Μετά την απελευθέρωση της πόλης το 1912 και την επανάκτηση των βυζαντινών
ναών από τους Χριστιανούς, η μητρόπολη Θεσσαλονίκης το 1915 αντιμετώπισε το
πρόβλημα των εξ ανατολικής Θράκης Ελλήνων προσφύγων λόγω των κεμαλικών
διώξεων.
Για την προσωρινή στέγασή τους κατήργησε ορισμένους ναούς, μεταξύ
αυτών και την Παναγούδα, τις ενορίες των οποίων υπήγαγε στους μεγάλους ναούς.
Η ενορία της Παναγούδας αριθμούσε τότε περίπου 350 οικογένειες, δηλαδή πάνω
από 2000 άτομα, οι οποίες διαμοιράσθηκαν στις ενορίες της Αγίας Σοφίας και του
Αγίου Γεωργίου-Ροτόντα.
Τα κειμήλια, οι εικόνες και η λοιπή περιουσία του ναού
παραδόθηκαν με πρωτόκολλο προς φύλαξη στους επιτρόπους. Φυσικά οι ενορίτες
αντέδρασαν και αφού επί πενταετία αγωνίσθηκαν με επανειλημμένα υπομνήματα
και αιτήσεις, πέτυχαν το 1920 την επαναλειτουργία του ναού τους.
Τότε ο μητροπολίτης Γεννάδιος κατήρτισε επιτροπή προς ρύθμιση των οριστικών
συνόρων της ενορίας, τα οποία ισχύουν μέχρι σήμερα.
Η ονομασία της Παναγίας, ως Γοργοϋπήκοος, αναφέρεται στην χειρόγραφη
παράδοση της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου, την οποία υποστηρίζει γραπτώς και ο άγιος
Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο οποίος συνέγραψε ένα εξαίσιο υμνογράφημα προς την
Παναγία την Γοργοϋπήκοο.
Ο άγιος Νικόδημος υπήρξε από τις σημαντικότερες
ασκητικές μορφές της σύγχρονης ορθόδοξης χριστιανικής πίστης και ηγετική
μορφή της κίνησης των Κολλυβάδων (Φιλοκαλλικών) Πατέρων, όπου η συνεισφορά
του υπήρξε πολύπλευρη με πλούσιο ποιμαντικό και συγγραφικό έργο, όπως το Πηδάλιο, η Φιλοκαλία και ο Ευεργετινός.