Έκτακτη παρέμβαση στη Βουλή πραγματοποίησε το μεσημέρι της Πέμπτης ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξης Τσίπρας, καταθέτοντας πρόταση μομφής εναντίον της κυβέρνησης.
«Τα αποδίδουν όλα στην ατομική ευθύνη, αντιμετωπίζουν τα πράγματα με όρους επικοινωνίας, όχι να διαφυλάξουν τους πολίτες αλλά μόνο την ασφάλεια του πρωθυπουργού. Δεν πάει άλλο! Δεν πάει άλλο με την ανάλγητη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη», είπε σε πολύ έντονο ύφος ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
«Επειδή έχουμε υποχρέωση την απόγνωση και την οργή να την κάνουμε δύναμη πολιτικής αλλαγής, καθήκον μου και πεποίθηση είνα ότι αυτή η κυβέρνηση πρέπει να φύγει το συντομότερο δυνατόν, πριν να είναι πολύ αργά για την κοινωνία, τη χώρα και τη Δημοκρατία. Φύγετε γιατί δεν μπορείτε πια… Με τις δημοσκοπήσεις της συμφοράς και την προπαγάνδα. Να φύγετε γιατί δεν αξίζει στους πολίτες και την κοινωνία τόση παρακμή… Καταθέτω εκ μέρους της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία πρόταση μομφής εναντίον της χειρότερης κυβέρνησης που γνώρισε ο τόπος από τη μεταπολίτευση και μετά. Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιεξοδα».
Η ομιλία του Αλέξη Τσίπρα με την οποία ζήτησε πρόταση μομφής
«Θα προσπαθήσω να είμαι εξαιρετικά σύντομος και επιγραμματικός. Ζητάω σήμερα εκτάκτως το λόγο, επειδή εδώ και πολλές ημέρες η κακοκαιρία έθαψε στο χιόνι ολοκληρωτικά και οριστικά το επιτελικό κράτος του κύριου Μητσοτάκη. Αφήνοντας χιλιάδες πολίτες, γυναίκες, ηλικιωμένους, οικογένειες, παιδιά στο έλεος της κακοκαιρίας.
Με κλειστούς δρόμους, χωρίς ρεύμα ακόμα και σήμερα, χωρίς βοήθεια, χωρίς οι κραυγές αγωνίας τους να φτάσουν ποτέ στον εξαφανισμένο τις δύσκολες ώρες της κρίσης πρωθυπουργό. Και έθαψε επίσης αυτός ο χιονιάς, την ίδια στιγμή, και τις τελευταίες από τις αυταπάτες ότι αυτός ο πρωθυπουργός και αυτή η κυβέρνηση έχουν την θέληση και την δυνατότητα να διδάσκονται από τις ολιγωρίες και από τα δραματικά αποτελέσματα της πολιτικής και των ιδεοληψιών τους.
Ζήτησα σήμερα εκτάκτως το λόγο, επειδή κάθε ώρα που μιλάμε, κάθε ώρα που η κυβέρνηση παραμένει στην εξουσία, τέσσερις με πέντε συμπολίτες μας χάνουν τη ζωή τους, χωρίς άνθρωποι του απογυμνωμένου και εγκαταλελειμμένου εθνικού συστήματος υγείας να έχουν τη δυνατότητα να βοηθήσουν πολλούς από αυτούς όσο και όπως θα έπρεπε.
Ο συνολικός λογαριασμός των συνανθρώπων μας που χάθηκαν, προσεγγίζει σήμερα τις 23.000. Η χώρα μας είναι η χειρότερη στην Ευρώπη σε θανάτους ανά 1 εκατομμύριο πληθυσμού. Και αυτός είναι ένας τραγικός απολογισμός και ένα διαρκές έγκλημα που καμία επικοινωνία δεν μπορεί να κρύψει.
Ζήτησα σήμερα εκτάκτως το λόγο, επειδή η κυβέρνηση και πρωθυπουργός που δεν πιστεύουν στο κράτος, ούτε ότι το κράτος πρέπει, όταν το δημόσιο συμφέρον το απαιτεί, να παρεμβαίνει στην αγορά. Αρνούνται να ακούσουν και να καταλάβουν και να πάρουν μέτρα και έχουν αφήσει την κερδοσκοπία και την ασυδοσία των συμφερόντων να λυμαίνονται με την ακρίβεια, τη ζωή εκατομμυρίων συνανθρώπων.
Διευκολύνουν την κερδοσκοπία και καταστρέφουν κάθε έννοια ασφάλειας και κοινωνικής συνοχής, αποφασίζοντας εν μέσω της χειρότερης ενεργειακής κρίσης να ιδιωτικοποιήσουν πλήρως την δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού, να μη μειώσουν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στα καύσιμα, το φόρο προστιθέμενης αξίας στα τρόφιμα, να μην αυξήσουν άμεσα τον κατώτατο μισθό, καταδικάζοντας έτσι στο κρύο, τη φτώχεια και την ανέχεια την πλειοψηφία της κοινωνίας μας.
Μας λένε ότι οι πολίτες, όταν τους συναντάνε, δεν τους απαγγέλουν στιχάκια αλλά τους ζητάνε selfie έξω από τα σουπερμάρκετ.
Ζήτησα σήμερα εκτάκτως το λόγο επειδή φθορά του κύριου Μητσοτάκη και η διαφθορά του επιτελικού κράτους, που έχει πάρει ενδημικό χαρακτήρα, απλώνεται στο σύνολο του κράτους και υπονομεύει, φθείρει και εξουδετερώνει τις όποιες δυνατότητες έχει ο κρατικός μηχανισμός. Επειδή το ρουσφέτι, η αναξιοκρατία, η προκλητική επιβράβευση των γαλάζιων golden boys και η διασπάθιση του δημοσίου χρήματος χωρίς καμία αιδώ οδηγούν με γοργά βήματα την κοινωνία στην ανασφάλεια, την οργή και την αποσάρθρωση.
Ζήτησα σήμερα εκτάκτως το λόγο επειδή η τραγική αποτυχία του επιτελικού κράτους σε κάθε δοκιμασία, στις φωτιές του περασμένου καλοκαιριού, στην πανδημία, στον περσινό χιονιά, στον πρόσφατο χιονιά, σε κάθε μέτωπο που δοκιμάζεται η ασφάλεια και η ζωή της μεγάλης πλειοψηφίας, παράγει ολοένα και πιο μαζικά και έντονα φαινόμενα κρατικού αυταρχισμού, καταστολής, και δίωξης όσον διαμαρτύρονται. Αυτό προσβάλλει την ίδια τη Δημοκρατία.
Η χώρα μας διασύρεται διεθνώς, βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις από άποψη δικαιωμάτων και δημοσιογραφικές ελευθερίες και έτσι οδηγούμαστε σε ένα αυταρχικό κατήφορο, στην «Ερντογανοποίηση» και «Ορμπανοποίηση» της πολιτικής ζωής.
Ζήτησα σήμερα εκτάκτως το λόγο επειδή τίποτα καλό τίποτα θετικό δεν μπορεί πια η κοινωνική πλειοψηφία να περιμένει από αυτή την κυβέρνηση. Το αντίθετο, μάλιστα, ο παραλογισμός της πολιτικής τους, τους οδηγεί σε νέες κοινωνικές και εθνικές τραγωδίες. Κανόνας τους είναι σε κάθε δυσκολία που εξελίσσεται σε τραγωδία, να μην μπορούν ούτε και να θέλουν να βγάλουν κάποια συμπεράσματα για την πολιτική τους, αλλά να τα αποδίδουν όλα στην ατομική ευθύνη. Για όλα υπάρχει κάποιος άλλος που φταίει εκτός από αυτούς και αντιμετωπίζουν τα πάντα με όρους επικοινωνίας και θεατρικές συγγνώμες, όπως χθες.
Με μόνο στόχο να διαφυλάξω, όχι τους πολίτες, αλλά την εικόνα του πρωθυπουργού, ζήτησα σήμερα κάτω στο λόγο επειδή δεν πάει άλλο.
Δεν πάει άλλο με την ανάλγητη κυβέρνηση του κύριου Μητσοτάκη. Και επειδή έχουμε υποχρέωση την απόγνωση και την οργή της πλειοψηφίας να την κάνουμε δύναμη πολιτικής αλλαγής και επειδή θεωρώ καθήκον μου να θέσω μπροστά στον ελληνικό λαό και στο κοινοβούλιο την πεποίθησή μου, που πιστεύω ότι είναι πεποίθηση της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας ότι αυτή η κυβέρνηση πρέπει να φύγει το συντομότερο δυνατό. Όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο.
Να φύγετε, κύριοι της κυβέρνησης, γιατί δεν μπορείτε πια να αντιμετωπίζετε την συσσωρευμένη οργή της κοινωνίας με μισές συγγνώμες, με δημοσκοπήσεις της χαράς και με προπαγάνδα της συμφοράς.
Να φύγετε, γιατί έχετε κοστίσει και συνεχίζετε να κοστίζετε πολύ ακριβά στον ελληνικό λαό και όχι μόνο σε χρήμα αλλά και σε ζωές, σε δικαιώματα, σε ελευθερίες και δικαιώματα σε φόβο και σε ανασφάλεια.
Να φύγετε γιατί δεν αξίζει στους πολίτες, δεν αξίζει στην κοινωνία, δεν αξίζει σ’ αυτή τη χώρα τόση παρακμή. Για όλους αυτούς τους λόγους ζήτησα σήμερα εκτάκτως το λόγο. Για να καταθέσω εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ πρόταση μομφής εναντίον της χειρότερης κυβέρνησης που γνώρισε ο τόπος από τη μεταπολίτευση και μετά».
Στον Αλέξη Τσίπρα απάντησε ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άδωνις Γεωργιάδης.
«Κύριε πρόεδρε της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η πρόταση μομφής που καταθέσατε κατά της κυβέρνησης προφανώς γίνεται αποδεκτή. Διακόπτεται η συνεδρίαση της Βουλής για αύριο το απόγευμα. Ωστόσο, θέλω να σας πω ότι Την απάντηση στην πρόταση δυσπιστίας που καταθέσατε, θα σας την δώσει αύριο το απόγευμα η Βουλή. Τις επόμενες τρεις ημέρες, μην ανησυχείτε, θα πάρετε από την κυβέρνηση όλες τις απαντήσεις στα ψέματά σας», είπε χαρακτηριστικά ο Άδωνις Γεωργιάδης, απευθυνόμενος στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Σημειώνεται ότι η πρόταση δυσπιστίας κατατέθηκε πριν από τη συζήτηση του Αναπτυξιακού Νόμου και έτσι όπως προβλέπει ο κανονισμός της Βουλής, οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες διακόπηκαν άμεσα προκειμένου να αποφασίσει η Ολομέλεια επί της πρότασης. Η συζήτηση θα ξεκινήσει αύριο το απόγευμα και θα ολοκληρωθεί το βράδυ της Κυριακής.
Τι είναι η πρόταση μομφής και τι προβλέπουν το Σύνταγμα και ο κανονισμός της Βουλής:
Το καθεστώς που διέπει τη διαδικασία της πρότασης μομφής περιγράφεται πρωτίστως στο άρθρο 84 του Συντάγματος και με πιο αναλυτικό τρόπο στο άρθρο 142 του Κανονισμού της Βουλής.
Βάσει του άρθρου 84, η πρόταση δυσπιστίας κατατίθεται, εφόσον φέρει την υπογραφή του 1/6 του όλου αριθμού των βουλευτών (δηλαδή από 50 βουλευτές) και πρέπει να περιλαμβάνει με σαφήνεια τα θέματα, για τα οποία οι βουλευτές αίρουν την εμπιστοσύνη τους από την κυβέρνηση εν συνόλω ή από κάποιο μέλος της.
Οι βουλευτές καταθέτουν την πρόταση μομφής προς τον Πρόεδρο της Βουλής κατά τη διάρκεια μιας δημόσιας συνεδρίασης του Σώματος.
Σε περίπτωση που η πρόταση υπογράφεται, όπως προαναφέρθηκε, από τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό βουλευτών, τότε η Βουλή διακόπτει τις εργασίες της για δύο ημέρες, εκτός κι αν η κυβέρνηση ζητήσει να ξεκινήσει αμέσως η συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας.
Σε ό,τι αφορά τα χρονικά περιθώρια, ο Κανονισμός της Βουλής επισημαίνει πως η συζήτηση στην Ολομέλεια ολοκληρώνεται το αργότερο τη δωδεκάτη νυκτερινή της τρίτης ημέρας από την έναρξή της με ονομαστική ψηφοφορία.
Σύμφωνα, πάντα με το άρθρο 142 του Κανονισμού της Βουλής, η συζήτηση επί της πρότασης δυσπιστίας ξεκινά με την ομιλία δύο τουλάχιστον βουλευτών από εκείνους που την υπέγραψαν.
Παράλληλα, μέχρι το τέλος της ομιλίας των δύο βουλευτών, συντάσσεται ο πλήρης κατάλογος των ομιλητών που θα τοποθετηθούν ενώπιον της Ολομέλειας.
Προκειμένου να γίνει δεκτή η πρόταση μομφής εναντίον της κυβέρνησης εν συνόλω ή κατά κάποιου μέλους, θα πρέπει να έχει υπερψηφιστεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151 βουλευτές).
Υπογραμμίζεται, τέλος, ότι δεν μπορεί να υποβληθεί εκ νέου πρόταση μομφής, εάν δεν έχει συμπληρωθεί χρόνος έξι μηνών, από την απόρριψη προηγούμενης όμοιας πρότασης, εκτός αν υπογράφεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
Οι προτάσεις μομφής από τη μεταπολίτευση έως σήμερα:
Ακόμη μια πρόταση μομφής γράφεται στα μεταπολιτευτικά κοινοβουλευτικά χρονικά.
Τον Οκτωβρίου 2020 ο ΣΥΡΙZA είχε καταθέσει πρόταση μομφής κατά του υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα. Συνολικά ψήφισαν 291 βουλευτές. Κατά της πρότασης μομφής ψήφισαν 158 βουλευτές (της ΝΔ) και υπέρ 133 βουλευτές (από ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ, Ελληνική Λύση), ενώ το ΜέΡΑ25 είχε αποχωρήσει από τη διαδικασία.
Πρόταση δυσπιστίας κατά υπουργού κατατέθηκε και συζητήθηκε το 1999 από την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ κατά του υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, Γεράσιμου Αρσένη, με αφορμή το νομοσχέδιο που είχε καταθέσει για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Μια πρόταση που είχε απορριφθεί από 163 βουλευτές ενώ υπέρ της πρότασης είχαν ψηφίσει 127 βουλευτές.
Πρόταση μομφής σε υπουργό κατατέθηκε και συζητήθηκε το 2001 από τη ΝΔ κατά του υπουργού Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ, Γιάννου Παπαντωνίου, με αφορμή την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου Αξιών της Αθήνας. Η πρόταση δυσπιστίας καταψηφίσθηκε από 154 βουλευτές έναντι 125 που την είχαν υπερψηφίσει.
Πρόταση δυσπιστίας κατά υπουργού κατατέθηκε το 2005 από το ΠΑΣΟΚ κατά του τότε υπουργού Οικονομικών της κυβέρνησης της ΝΔ, Γιώργου Αλογοσκούφη, αλλά η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή αμέσως την μετέτρεψε σε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση και έτσι η συζήτηση γενικεύτηκε.
Το μεταπολιτευτικό «κεφάλαιο» των προτάσεων μομφής κατά κυβέρνησης, υπουργών, ακόμα όμως και κατά του Προέδρου της Βουλής, συνολικά έχει τις παρακάτω εγγραφές:
Η πρώτη πρόταση μομφής κατατέθηκε το 1987 από τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κωνσταντίνο Μητσοτάκη κατά της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, με τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου να την μετατρέπει σε ψήφο εμπιστοσύνης.
Η δεύτερη πρόταση μομφής κατατέθηκε το 1988 από την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ κατά της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για την εξωτερική πολιτική.
Το 1989 κατατέθηκε πάλι από τη ΝΔ πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, αυτή την φορά σχετικά με το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Το 1993, ο Ανδρέας Παπανδρέου ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατέθεσε πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με αφορμή τη διένεξη για το όνομα της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Το 1996, η ΝΔ κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, με επιχείρημα την αδυναμία διακυβέρνησης της χώρας λόγω της ασθένειας του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου.
Ακολούθησαν οι προτάσεις μορφής του 1999 κατά του υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γεράσιμου Αρσένη, του 2001 κατά του υπουργού Οικονομικών Γιάννου Παπαντωνίου και του 2005, κατά του υπουργού Οικονομικών Γιώργου Αλογοσκούφη που αναφέραμε παραπάνω.
Το 2007, κατατέθηκε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης της ΝΔ από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γιώργο Παπανδρέου, με αφορμή το άρθρο 16 του Συντάγματος για τα μη κρατικά πανεπιστήμια.
Το 2008 συζητήθηκε πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης της ΝΔ, που κατέθεσε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γιώργος Παπανδρέου για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο.
Το 2013, ο αρχηγός της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας, κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας εναντίον της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ για το κλείσιμο της ΕΡΤ.
Το 2014, το κόμμα της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά του τότε Προέδρου της Βουλής, Ευάγγελου Μεϊμαράκη καθώς είχε κρίνει ως μη παραδεκτή την πρόταση μομφής που είχε καταθέσει ο ΣΥΡΙΖΑ εναντίον του υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα. Ήταν η πρώτη και μόνη στα μεταπολιτευτικά χρονικά πρόταση μομφής σε Πρόεδρο της Βουλής.
Το 2018 συζητήθηκε πρότασης μομφής, όταν η ΝΔ κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για την Συμφωνία των Πρεσπών.
Το 2020 συζητήθηκε η πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ κατά του υπ. Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα για τον νέο πτωχευτικό κώδικα.